- πινδαρικός
- -ή, -ό / πινδαρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Πίνδαρος]ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πίνδαρονεοελλ.-μσν.φρ. α) «σχήμα πινδαρικό(ν)» — τρόπος συντάξεως υποκειμένου σε πληθυντικό αριθμό με ρήμα σε τρίτο ενικό πρόσωπο2. «μέτρο(ν) πινδαρικό(ν)» — αναπαιστικό δίμετρο ακατάληκτο, το οποίο χρησιμοποίησε ο Πίνδαρος.επίρρ...πινδαρικῶς Μμε πινδαρικό ύφος, με τον τρόπο τού Πινδάρου.
Dictionary of Greek. 2013.